- υποφορά
- η / ὑποφορά, ΝΜΑ [ὑποφέρω]σχήμα λόγου κατά το οποίο αυτός που μιλά θέτει μια ερώτηση και σπεύδει ο ίδιος να δώσει απάντηση, όπως λ.χ. στη φρ. «μέ είδες οίδιος; Όχι, βέβαια, αφού έλειπες στο εξωτερικό»μσν.κοίλος αγωγός ή οχετόςαρχ.1. η προς τα κάτω κάθαρση τής κοιλιάς, κένωση με καθαρτικό2. ιατρ. σύριγγα3. πρόφαση, πρόσχημα4. (κατά τους ρήτ.) «ὑποφορὰ δὲ ὁ τοῡ ἐχθροῡ λόγος»5. (κατά τον Στράβ.) εσφ. γρφ. αντί ἀποφοράς.
Dictionary of Greek. 2013.